- φλεβογράφος
- ο, Νιατρ. όργανο με το οποίο λαμβάνεται το διάγραμμα τού φλεβικού σφυγμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλεβογράφος — ο (ιατρ.), όργανο με το οποίο γίνεται το διάγραμμα του φλεβικού σφυγμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek
φλεβογραφία — η, Ν [φλεβογράφος] ιατρ. ακτινογραφία μιας φλέβας ή ομάδας φλεβών ύστερα από ένεση σκιαγραφικής ουσίας στην ίδια τη φλέβα, σπανιότερα στην αντίστοιχη αρτηρία ή στον μυελό οστού, τού οποίου το αίμα αποχετεύει η υπό εξέταση φλέβα … Dictionary of Greek
φλεβογραφώ — έω, Ν [φλεβογράφος] λαμβάνω το διάγραμμα τού φλεβικού σφυγμού με αυτογραφική μέθοδο … Dictionary of Greek